- σιδηροβριθές
- σιδηροβριθήςironloadedmasc/fem voc sgσιδηροβριθήςironloadedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροβριθής — ές, Α αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας τού σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονο βριθής] … Dictionary of Greek